- σκαρθμός
- ὁ, Α1. πήδημα, σκίρτημα, τρέξιμο («ἵππου σκαρθμός», Άρατ.)2. συνεκδ. (για πλοίο) ο γοργός πλους σε κυματώδη θάλασσα («σκαρθμὸς στόλου», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ- τού σκαίρω* + επίθημα -θμός (πρβλ. κλαυ-θμός, ρυ-θμός)].
Dictionary of Greek. 2013.