σκαρθμός

σκαρθμός
ὁ, Α
1. πήδημα, σκίρτημα, τρέξιμο («ἵππου σκαρθμός», Άρατ.)
2. συνεκδ. (για πλοίο) ο γοργός πλους σε κυματώδη θάλασσα («σκαρθμὸς στόλου», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ- τού σκαίρω* + επίθημα -θμός (πρβλ. κλαυ-θμός, ρυ-θμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκαρθμός — leaping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμοῖς — σκαρθμός leaping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμοῖσι — σκαρθμός leaping masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμοῖσιν — σκαρθμός leaping masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμοί — σκαρθμός leaping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμούς — σκαρθμός leaping masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμῶν — σκαρθμός leaping masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμῷ — σκαρθμός leaping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμόν — σκαρθμός leaping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρθμός — και σκαρθμός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαρθμός* με σίγηση τού αρκτικού σ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”